σαπωνοποιείο(ν)

σαπωνοποιείο(ν)
мыловаренный завод

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σαπωνοποιείο(ν)" в других словарях:

  • σαπωνοποιείο — και σαπουνοποιείο, το, Ν εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών, σαπουνάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπουνοποιός / σαπωνοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. σαπωνοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • σαπουνοποιείο — το, Ν βλ. σαπωνοποιείο …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας — Το Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας λειτουργεί από το 1986 στο νότιο άκρο του Δημοτικού Πάρκου του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος. Το πάρκο αυτό καλύπτει μία έκταση 54 στρεμμάτων και γειτονεύει με μία περιοχή στην οποία υπάρχουν πολλά βιομηχανικά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»